Αθήνα, 22 Απριλίου 2020

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Θέμα: «Οι παρατηρήσεις του ΣΥΔ επί του υπό διαβούλευση ΣχΝ για τη “Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, Τροποποίηση Διατάξεων των ν. 4636/2019, 4375/2016, 4251/2014 και άλλες διατάξεις”».

Το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών (Σ.Υ.Δ.) μη κυβερνητική οργάνωση εθελοντικού χαρακτήρα για την προαγωγή των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρανς, φυλοδιαφορετικών και γενικότερα των LGBTIπροσώπων, καθώς και των προσώπων που εργάζονται στο σεξ, καταθέτει τις προτάσεις του επί του Σχεδίου Νόμου για τη «Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, Τροποποίηση Διατάξεων των ν. 4636/2019, 4375/2016, 4251/2014 και άλλες διατάξεις», που τέθηκε σε διαβούλευση στις 10 Απριλίου 2020[1].

Συγκεκριμένα οι παρατηρήσεις μας κατ’ άρθρο είναι οι ακόλουθες:

Άρθρο 1 | Τροποποίηση του Άρθρου 39 του ν. 4636/2019.

Τροποποίηση της παρ. 3 του Άρθρου 39: Εδώ περιγράφεται ο τρόπος ενημέρωσης (γλώσσα) υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών. Η γλώσσα πρέπει να είναι η μητρική γλώσσα που ομιλούν (στην τροποποίηση προστέθηκε η φράση «ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν»). Δεν μπορεί να θεωρείται ή αφήνεται τίποτε ως εύλογο, απαιτείται η βεβαιότητα ότι τα αλλοδαπά πρόσωπα γίνονται λήπτες της ενημέρωσης. Και τούτο μπορεί να γίνει μόνο στην γλώσσα που ομιλούν, καθώς προκύπτει σοβαρό θέμα σχετικά με ποιος και με ποια αντικειμενικά κριτήρια θα το διαπιστώνει αυτό.

Τροποποίηση της παρ. 5, περ. δ’ του Άρθρου 39: Επειδή η τροποποίηση αυτή αφορά τα πρόσωπα που ορίζονται ως ευάλωτα, έχουμε την υποχρέωση να επαναλάβουμε την θέση μας ότι υπάρχει ανάγκη τροποποίησης του Άρθρου 20, παρ. 3 (ορισμός ευάλωτων προσώπων) και κατά συνέπεια και του σχετικού αποσπάσματος του Άρθρου 39.
Συγκεκριμένα, θα πρέπει κατ’ αρχήν να σημειώσουμε ότι η συμπερίληψη της διαταραχής μετατραυματικού στρες στην ομάδα ευαλωτοτήτων είναι ζωτικής σημασίας για την προτεραιοποίηση στις διαδικασίες που διέπουν την υποδοχή, την ταυτοποίηση, την ιατρική καταγραφή και ψυχοκοινωνική αξιολόγηση και την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.

Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου του 2016, στο σημείο 12, καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ειδικές διαδικασίες για ευάλωτα πρόσωπα, τόσο στις διαδικασίες ασύλου, όσο και στην υποδοχή κλπ, που ανάμεσά τους αναφέρει και τα LGBTI πρόσωπα. Μάλιστα αναφέρει [2] : «12. υπογραμμίζει ότι, ακόμα και σε χώρες που θεωρούνται ασφαλείς, οι γυναίκες ενδέχεται να υποστούν δίωξη λόγω φύλου, ενώ τα LGBTQI άτομα ενδέχεται επίσης να υποστούν κακομεταχείριση, με αποτέλεσμα να έχουν νόμιμη αξίωση για προστασία• προτρέπει όλα τα κράτη μέλη να καταπολεμήσουν τα επιζήμια στερεότυπα που συνδέονται με τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά των γυναικών LGBTQI, και να εφαρμόσουν πλήρως τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, σε συνάρτηση με τις αιτήσεις τους για χορήγηση ασύλου• τονίζει την ανάγκη δημιουργίας εγκαταστάσεων που θα λαμβάνουν υπόψη τα άτομα LGBTQI σε όλα τα κράτη μέλη• υπογραμμίζει ότι η βία κατά LGBQI ατόμων είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε εγκαταστάσεις υποδοχής•».

Με αυτό, λοιπόν, το δεδομένο, θεωρούμε σωστή την αξίωση, να συμπεριληφθούν στα κριτήρια ευαλωτότητας και πρόσωπα για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου. Ιδίως για πρόσφυγες για λόγους ταυτότητας φύλου, έχουν καταγραφεί πολλές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (συνθήκες κράτησης / σημεία υποδοχής και στέγαση κλπ που έχουν καταγραφεί περιστατικά ακραίας βίας, έως και βιασμών). Επομένως θεωρούμε θεμιτή και απαραίτητη σε όλα τα Άρθρα του ΣχΝ που αναφέρονται σε ευαλωτότητα να συμπεριλαμβάνονται για τους παραπάνω λόγους, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά φύλου. Σημειώνουμε ότι το αυτό ισχύει πλην του Άρθρου 20 και του Άρθρου 39, και στο Άρθρο 58 αντίστοιχα.

Τώρα επί της τροποποίησης αυτής καθ’ αυτής:
Στην παρ. 5, περ. δ’ του Άρθρου 39,μεταβάλλονται οι συνέπειες του ορισμού ενός προσώπου ως ευάλωτο: τα πρόσωπα που ορίζονται εκ της περίπτωσης αυτής ως ευάλωτα, επισημαίνεται ότι έχει ως μόνη συνέπεια την άμεση κάλυψη των ιδιαίτερων αναγκών υποδοχής του, και όχι την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα εξέταση της αίτησής του, όπως ανέφερε η παλαιά διατύπωση, ενώ γίνεται μία ελαφρώς θετική αλλαγή καθώς στους συγγενείς θανόντων, καθώς εκτός από τους γονείς και τα αδέρφια προτίθενται τα τέκνα και οι σύζυγοι (αν και θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι συνακολούθως είναι αναγκαία και η τροποποίηση του Άρθρου 23 του ν. 4636/2019, ώστε να βρίσκεται σε συμφωνία με την παρ. 5 της κοινοτικής οδηγίας που ενσωματώνει -2011/95/ΕΕ[3] – και αναφέρεται στην εφαρμογή και σε άλλους στενούς συγγενείς ως τμήμα της οικογένειας).

Τροποποίηση του τελευταίου εδαφίου της υποπερ. 1 της περ. γ’ της παρ. 6 του άρθρου 39: Μειώνεται ο χρόνος παραπομπής και εξέτασης που πλέον θα πρέπει να ολοκληρώνεται σε 15 ημέρες (από 20) που θεωρούμε ότι είναι ιδιαίτερα μικρός ώστε το αίτημα να εξεταστεί καλώς.
Καταργείται το στοιχείο αα’ της υποπερ. 2 της περ. γ’ της παρ. 6 του άρθρου 39: Αυτή η διάταξη κατέτασσε τα πρόσωπα που βρίσκονται σε καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας στα ευάλωτα πρόσωπα, ώστε να ακολουθούνται πιο ταχείες διαδικασίες. Παρ’ ότι θεωρούμε ότι γενικά οι τόσο ταχύρυθμες διαδικασίες περιορίζουν την επάρκεια καλής εξέτασης του αιτήματος, η αφαίρεση των προσώπων που βρίσκονται σε καθεστώς κράτησης απ’ αυτό το καθεστώς, στην ουσία επεκτείνει τον χρόνο κράτησής τους που τούτο σύμφωνα με τις οδηγίες όλων των διεθνών οργανισμών πρέπει να αποφεύγεται.

Επιπλέον, πέραν όλων των παραπάνω, επί των λοιπών διατάξεων του Άρθρου 39: είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν τα κριτήρια βάσει των οποίων δύναται να θεωρηθεί ότι «είναι πιθανόν ότι ο αιτών ναέχει καταστρέψει ή πετάξει κακόπιστα έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό τους ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του» (υποπερίπτωση ηη’), ή «ο αιτών έχει υποβάλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης απέλασης ή με άλλο τρόπο απομάκρυνσής του» (υποπερίπτωση θθ’). Οι διατυπώσεις αυτές επιτρέπουν αυθαίρετες κρίσεις και πρέπει είτε να αφαιρεθούν ή να διευκρινιστούν τα κριτήρια. Τούτο επαναλαμβάνεται και σε άλλα άρθρα.

Άρθρο 2 | Τροποποίηση του Άρθρου 46 του ν. 4636/2019.

Τροποποίηση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 46: Σε αυτήν την τροποποίηση, έχει αφαιρεθεί εντελώς η φράση: «Σε κάθε περίπτωση η απόφαση κράτησης λαμβάνεται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο α’ της παρούσας παραγράφου κατόπιν ατομικής αξιολόγησης και περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία». Θεωρούμε απαραίτητο να παραμείνει η τούτη η διάταξη που επιβάλει ατομική αξιολόγηση και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Τροποποίηση της παρ. 9 του άρθρου 46: Εδώ, μειώνεται ακόμη περισσότερο, από τις 20 ημέρες στις 10, η απόφαση της προσφυγής σύμφωνα με το Άρθρο 92 του παρόντος νόμου (Αρχή Προσφυγών) για τα κρατούμενα πρόσωπα. Θεωρούμε ότι οι 10 ημέρες για την έκδοση απόφασης, παρ’ ότι για τα πρόσωπα που βρίσκονται υπό κράτηση (που θα έπρεπε σύμφωνα με τις οδηγίες όλων των διεθνών οργανισμών να είναι η εξαίρεση) δεν πρέπει να παρατείνεται ο χρόνος αυτός, οι 10 ημέρες είναι πολύ λίγος χρόνος και ενδεχομένως όχι επαρκής για τη διασφάλιση της διαδικασίας.

Επιπλέον, θα πρέπει να επισημάνουμε και επί των λοιπών διατάξεων του Άρθρου 46 που δεν τροποποιούνται ότι: Οι προβλέψεις αυτής της παραγράφου είναι σωρευτικά εξόχως προβληματικές καθώς δεν ανταποκρίνονται τόσο στο γράμμα και την ουσία της κοινοτικής και διεθνούς νομοθεσίας και νομολογίας που με απόλυτη σαφήνεια αναφέρουν ότι το μέτρο κράτησης πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια. Αντίθετα, υπάρχει η πρόβλεψη να μην συνυπολογίζονται στην διάρκεια της κράτησης τα άλλα διαστήματα κράτησης που έχουν επιβληθεί στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών (ν. 3386/2005 κ’ ν. 3907/2011), είναι εξαιρετικά προβληματική, καθώς θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της διάρκειας κράτησης και πέραν του 18μηνου, έως και 36 μήνες (σωρευτικά 18 ως αιτούντος και 18 ενόψει απομάκρυνσης). Ακόμη, εμπλέκονται διαφορετικές ρυθμίσεις που είναι αντίθετες στη νομολογία του ΔΕΕ και παραβιάζουν τα Άρθρα 26 και 31 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 και 12 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.

Άρθρο 5 | Τροποποίηση του Άρθρου 63 του ν. 4636/2019.

Τροποποίηση της περ. η΄ του άρθρου 63: Σε αυτήν τη διάταξη μεταβάλλεται η δυνατότητα κατάθεσης μεταγενέστερου αιτήματος μετά από απόφαση της Επιτροπής Προσφυγών (τελεσίδικη απόφαση), στο πέρας του ένδικου βοηθήματος (Άρθρο 108 του νόμου). Δηλαδή δυσκολεύει η διαδικασία μεταγενέστερου αιτήματος και τούτο είναι σαφώς αρνητικό, καθώς η σημασία των μεταγενέστερων αιτημάτων είναι ιδιαίτερα σημαντική όταν προκύπτουν νέα στοιχεία που δεν είχαν κατατεθεί στα προηγούμενα στάδια.

Άρθρο 8 | Τροποποίηση του Άρθρου 70 του ν. 4636/2019

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τροποποιούνται διατάξεις ώστε να δυσκολεύεται η διαδικασία, ενώ θα έπρεπε να τροποποιηθεί, όπως είχαμε και παλαιότερα επισημάνει η παρ. 2 του παρόντος Άρθρου που αναφέρεται σε συγκεκριμένες χώρες καταγωγής που μειώνεται η διάρκεια του δελτίου και ιδιαίτερα το σημείο που αναφέρει: «λαμβανομένης υπόψη της αναμενόμενης διάρκειας έκδοσης απόφασης σε Α’ βαθμό και εφόσον από τα επίσημα στατιστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι το ποσοστό χορήγησης διεθνούς προστασίας σε αιτούντες από τη συγκεκριμένη χώρα, κατά τα δύο προηγούμενα τρίμηνα, είναι χαμηλότερο του τριάντα πέντε (35%)». Αυτό αντιβαίνει ευθέως στο κοινοτικό δίκαιο. Αυτό είναι εντελώς αυθαίρετο να μιλάμε για συγκεκριμένες χώρες και για ποσοστά.

Άρθρο 9 | Τροποποίηση του Άρθρου 71 του ν. 4636/2019

Τροποποίηση της παρ. 3 του Άρθρου 71: Σε αυτήν την διάταξη, γίνεται μία πολύ σημαντική τροποποίηση, που διαρρηγνύει με σαφή τρόπο το Κράτος Δικαίου. Συγκεκριμένα: Στην περίπτωση των αιτημάτων έναντι των Αρχών Προσφυγών, δινόταν σε κάθε περίπτωση (υπό το καθεστώς βέβαια του παλαιότερου ν. 4375/2016) δικαίωμα νομικής συνδρομής στο αιτούνται πρόσωπο. Αυτό μεταβάλλεται σε αίτημα του αλλοδαπού προσώπου εντός δύο ημερών που εξετάζεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής (ή τον Εισηγητή Δικαστή) και μάλιστα γίνεται δεκτή μόνον εφόσον πιθανολογείται η θετική έκβαση της υπόθεσης. (άραγε πώς; με ποια αντικειμενικά κριτήρια; και πώς τούτο μπορεί να «πιθανολογείται» κατά τον οποιονδήποτε τρόπο πριν ο/η δικηγόρος παρουσιάσει επιχειρήματα;). Η τροποποίηση αυτή συνιστά παραβίαση του Κράτους Δικαίου, και απέχει πόρρω των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης. Στην ουσία καταργεί το δικαίωμα στη δωρεάν νομική συνδρομή. Πρέπει σαφέστατα να αποσυρθεί.

Άρθρο 11 | Τροποποίηση του Άρθρου 77 του ν. 4636/2019.

Στην τροποποίηση αυτήν, προστίθεται εδάφιο στην παρ. 7 του Άρθρου 77, δίνοντας δυνατότητα παράλειψης εφόσον το αιτών πρόσωπο δεν επιθυμεί τη διενέργεια της συνέντευξης στην επίσης γλώσσα της χώρας καταγωγής (ή να επιλέξει μία εξ των γλωσσών όταν η χώρα καταγωγής έχει περισσότερες από μία γλώσσες). Επαναλαμβάνουμε ότι η συνέντευξη πρέπει να γίνεται πάντα στη γλώσσα που ομιλεί το αιτών πρόσωπο, ενώ θεωρούμε απαράδεκτο να παραλείπεται η διαδικασία όταν αυτό δεν γίνεται.
Περαιτέρω όμως, θα πρέπει οπωσδήποτε να σημειώσουμε ότι είναι απαραίτητο να τροποποιηθεί η παρ. 1, που δίνει την δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης από προσωπικό είτε της Ελληνικής Αστυνομίας, είτε από προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων.

Άρθρο 13 | Τροποποίηση του Άρθρου 79 του ν. 4636/2019.

Στην τροποποίηση αυτήν, σωστά προστίθεται παράγραφος που αναφέρει ότι κατ’ εξαίρεση μπορεί να γίνεται μεταβολή στοιχείων ακόμη και μετά την τελεσίδικη απόφαση, ωστόσο, θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική, όπως είχαμε επισημάνει και παλαιότερα, την τροποποίηση της παρ. 4 του παρόντος Άρθρου που θα δίνει τη δυνατότητα μεταβολής των στοιχείων καταχώρισης φύλου και ονόματος, ακολουθώντας τη σχετική νομολογία του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης[4] , που την επιβεβαίωσε πιο πρόσφατα και της Μυτιλήνης[5] σχετικά με την μεταβολή στοιχείων διεμφυλικής πρόσφυγα. Απ’ την άλλη μεριά, η Απόφαση 2048/2015 του Συμβουλίου της Ευρώπης, αναφέρει με σαφήνεια ότι οι διαδικασίες τροποποίησης φύλου και κυρίου ονόματος πρέπει να γίνονται με ταχείες διαδικασίες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θεωρούμε απαραίτητο να προστεθεί στο σημείο αυτό, η τροποποίηση στοιχείων και ως προς το φύλο.

Άρθρο 16 | Τροποποίηση του Άρθρου 83 του ν. 4636/2019

Τροποποίηση της παρ. 7 του Άρθρου 83: Με αυτήν την τροποποίηση, μειώνεται ακόμη περισσότερο ο χρόνος εξέτασης σε ήδη ταχύρρυθμες εξετάσεις, από τις 20 ημέρες στις 15 και τούτο θεωρούμε ότι γίνεται ακόμη πιο προβληματικό.

Άρθρο 17 | Τροποποίηση του Άρθρου 86 του ν. 4643/2019.

Τροποποίηση της παρ. 2 του Άρθρου 86: Στην τροποποίηση αυτή, παρ’ ότι προστίθεται στο τέλος αυτής της παραγράφου (το αυτονόητο) ότι: «Στην τελευταία αυτή περίπτωση (σ.σ. που η χώρα καταγωγής εμπεριέχεται σε κατάλογο ασφαλών χωρών) ο αιτών διεθνή προστασία, δύναται να αντικρούει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας, επικαλούμενος ως λόγο το γεγονός ότι η τρίτη χώρα δεν είναι ασφαλής υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες αυτός ευρίσκεται», μολαταύτα, επισημαίνουμε εκ νέου τον μεγάλο κίνδυνο από τον αυθαίρετο καθορισμό χωρών ως ασφαλείς, καθώς υπάρχουν χώρες που μπορεί γενικά να θεωρούνται ασφαλείς, όμως σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας, υπάρχουν 72 χώρες των Ηνωμένων Εθνών (και άλλες 4 που εξετάζονται) που με τον Α’ ή Β’ τρόπο ποινικοποιούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου. Εδώ υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αυθαίρετων κρίσεων. Για εμάς αυτές οι αναφορές είναι πάρα πολύ προβληματικές και δεδομένου του γεγονότος, ότι σε αυτά τα 2 άρθρα παραπέμπουν άλλα άρθρα για ταχύρρυθμες διαδικασίες, θα έχουμε μεγάλο, μέγιστο πρόβλημα, όπως είχαμε επισημάνει και σε παλαιότερο δελτίο τύπου μας[6]. Η παρατήρησή μας αυτή, αφορά, ακόμη, για τους ίδιους λόγους και το Άρθρο 87 του ιδίου νόμου.

Άρθρο 18 | Τροποποίηση του Άρθρου 88 του ν. 4636/2019.

Πρόσθεση τρίτης παραγράφου στο Άρθρο 88: Εδώ προστίθεται παράγραφος που καθορίζει ως αβάσιμο το αίτημα διεθνούς προστασίας «σε περίπτωση (σ.σ. που το αιτούν πρόσωπο) θέλει να αποφύγει μία γενική κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Εδώ δεν γίνεται καθόλου σαφές τί ακριβώς εννοεί ο νομοθέτης –απαιτείται σαφήνεια, ώστε να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια.

Άρθρο 19 | Τροποποίηση του Άρθρου 89 του ν. 4636/2019.

Η τροποποίηση αυτή αφορά τις μεταγενέστερες αιτήσεις, όπου αφαιρείται –ανάμεσα στα υπόλοιπα– ότι «δεν εκτελείται απόφαση έκδοσης, εφόσον ο αιτών επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος». Θεωρούμε ότι πρέπει να παραμείνει, παρ’ ότι αναφέρεται ότι: «μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης κατά το προκαταρκτικό στάδιο, αναστέλλεται η εκτέλεση κάθε μέτρου απέλασης, επιστροφής ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο απομάκρυνσης».

Άρθρο 25 | Τροποποίηση του Άρθρου 98 του ν. 4636/2019.

Πρόσθεση τρίτης παραγράφου στο άρθρο 98: Εδώ επαναλαμβάνεται η προσθήκη που έγινε και στο Άρθρο 9 (Άρθρο 71 του ν. 4636/2019), περί «πιθανολόγησης ευδοκίμησης της έκβασης». Τίποτε δεν μπορεί να πιθανολογείται και τίποτε δεν μπορεί να αφήνεται σε διακριτική ευχέρεια. Τούτο αποτελεί κακή νομοθέτηση.

Άρθρο 26 | Τροποποίηση του Άρθρου 99 του ν. 4643/2019.

Εδώ δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί στον τρόπο καταθέσεως υπομνήματος, αφαιρέθηκε η φράση: «Με το ίδιο υπόμνημα μπορεί να προβάλει και οψιφανείς και οψιγενείς ισχυρισμούς». Κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να παραμείνει, καθώς ιδιαίτερα σε αυτό το στοιχεία βασίζονται τα αιτήματα στις Επιτροπές Προσφυγών.

Άρθρο 27 | Τροποποίηση του Άρθρου 101 του ν. 4636/2019.

Εδώ, στην παρ. 1, μειώνεται πάλι ο χρόνος για την έκδοση της απόφασης από τις 40 ημέρες, στις 20 στις ταχύρρυθμες, ενώ μειώνεται σημαντικά ο χρόνος και με αυτές με τη κανονική διαδικασία. Πρέπει να επαναλάβουμε για μία ακόμη φορά, ότι ο χρόνος θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι επαρκής και πρακτικά εφαρμόσιμος για την έκδοση των αποφάσεων.

Άρθρο 29 | Τροποποίηση του Άρθρου 105 του ν. 4636/2019.

Εδώ επαναλαμβάνεται η κατάργηση της αναπομπής στον πρώτο βαθμό. Επαναλαμβάνουμε την εκπεφρασμένη θέση μας, ότι η διαδικασία αυτή ήταν κατ’ εξαίρεσιν σε περιπτώσεις που υπήρχαν πολύ κραυγαλέα λάθη στην απόφαση, και είναι απαραίτητη.

Πέραν όλων των παραπάνω, θα πρέπει να επισημάνουμε για μία ακόμη φορά ότι είναι απαραίτητο να τροποποιηθούν:

α) Το Άρθρο 10, παρ. 1, σημείο δ: Αρχικά, θεωρούμε θετικό που ενσωματώνεται η διάταξη της κοινοτικής οδηγίας που αφορά τις ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες, και εκεί συμπεριλαμβάνονται στο ii) ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου στους λόγους δίωξης, όπως άλλωστε συνέβαινε και σε προηγούμενες κοινοτικές οδηγίες. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να προστεθούν και τα χαρακτηριστικά φύλου (ίντερσεξ άτομα), για λόγους νομοτεχνικούς, καθώς τα χαρακτηριστικά φύλου συμπεριλαμβάνονται σε όλες τις σχετικές ελληνικές νομοθεσίες προστασίας δικαιωμάτων[7]. Συνεπώς για λόγους καλής νομοθέτησης, νομοτεχνικούς λόγους, είναι απαραίτητο, ώστε να έχουμε συμβατές νομοθεσίες, να προστεθούν μετά την ταυτότητα φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου.

Επιπλέον, επίσης για νομοτεχνικούς λόγους, πέραν του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, πρέπει να προστεθούν και τα νομιζόμενα χαρακτηριστικά σε συνάφεια με την παρ. 2στ) του ν. 4443/2016 (διάκριση για λόγους νομιζομένων χαρακτηριστικών), και ιδίως της νομολογίας του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά (401/2019) που σε σχετική περίπτωση ακύρωσε την απόφαση της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών να μην χορηγήσει άσυλο σε υπήκοο Γκάνας, καθώς σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΠ, η Επιτροπή μη νόμιμα δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του αιτούντος, σύμφωνα με τον οποίον, αν και ετεροφυλόφιλος, ο αιτών έχει βάσιμο φόβο δίωξης στην χώρα καταγωγής του, λόγω του αποδιδόμενου σε αυτόν σεξουαλικού προσανατολισμού.

Τέλος, δόκιμο, θεωρούμε να προστεθεί διάταξη συμμόρφωσης με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) 2ας Δεκεμβρίου 2014 (StaatssecretarisvanVeiligheidenJustitie – συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑148/13 έως C‑150/13), όπου το τμήμα Μείζονος Σύνθεσης του ΔΕΕ, αναφέρει[8] : «69. Παρά ταύτα, λαμβανομένου υπόψη του ευαίσθητου χαρακτήρα των ζητημάτων που αφορούν την προσωπική σφαίρα ενός προσώπου και, ειδικότερα, τη σεξουαλικότητά του, δεν μπορεί να κριθεί αναξιόπιστη η δήλωση του προσώπου αυτού σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του αποκλειστικά και μόνο λόγω του γεγονότος ότι, εξαιτίας της διστακτικότητάς του να αποκαλύψει προσωπικές πτυχές της ζωής του, δεν δήλωσε εξαρχής την ομοφυλοφιλία του.». Γι’ αυτόν τον σκοπό προτείνουμε την πρόθεση διάταξης ως ακολούθως: «Δίωξη μπορεί να συνιστά και ο ακούσιος ή εκούσιος εξαναγκασμός απάρνησης ή απόκρυψης του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου στην χώρα προέλευσης».

Συνολικά προτείνουμε την αναδιατύπωση του σημείου δii της παρ. 1 του Άρθρου 10 ως ακολούθως:

 

 


«ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Ανάλογα με της συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του φύλου, της ηλικίας, της αναπηρίας ή της κατάστασης υγείας ή του σεξουαλικού προσανατολισμού. Κατά τον καθορισμό της συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού της ομάδας λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου. Στις διαστάσεις του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου, συμπεριλαμβάνονται οι λόγοι δίωξης για λόγους νομιζομένων χαρακτηριστικών. Δίωξη μπορεί να συνιστά και ο ακούσιος ή εκούσιος εξαναγκασμός άρνησης ή απόκρυψης του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου στην χώρα προέλευσης.»

 

 

β) Το Άρθρο 111 καθώς οι προθεσμίες έκδοσης αποφάσεων γίνονται ασφυκτικές και τούτο είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει πρακτικά προβλήματα.

γ) Το Άρθρο 116, παρ. 7 στα α,β, και γ. , καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η σύνθεση των Ανεξάρτητων Επιτροπών θα είναι αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς . Συγκεκριμένα, η διάταξη της παρ. 3 τροποποιεί τη σύνθεση και προβλέπει ότι αυτές αποτελούνται από τρεις δικαστικούς λειτουργούς. Τούτο είναι εμφανώς αντισυνταγματικό, καθώς κάνει ένα διοικητικό όργανο αμιγώς δικαστικό, και παραβιάζει το Άρθρο 8 του Συντάγματος (απαγόρευση δικαστικών επιτροπών)σε συνδυασμό με το Άρθρο 26, παρ. 3 (η δικαστική λειτουργία ασκείται απ’ τα δικαστήρια). Ακόμη, αναφορικά με την προβλεπόμενη μονομελή σύνθεση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, το ΣτΕ έχει ήδη κρίνει ότι αυτή δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή[9] . Αντίθετα η συμμετοχή εκπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας, τα μέλη της οποίας επιλέγονται μετά από εξετάσεις, έχουν όλα τα εχέγγυα επαρκούς γνώσης του προσφυγικού δικαίου και ανεξαρτησίας που διασφαλίζει τη διαδικασία.

Τέλος πέρα του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου, θα πρέπει όσον αφορά την Κοινή Υπουργική Απόφαση ΚΥΑ 3063/2020 «Καθορισμός λειτουργίας του Μητρώου Ελληνικών και Ξένων ΜΚΟ και του Μητρώου Μελών ΜΚΟ»[10] , να επισημάνουμε ότι:

α) Στο Άρθρο 11: «Προϋποθέσεις και Δικαιολογητικά εγγραφής στο Μητρώο Μελών ΜΚΟ», παρ. α, στοιχεία α’ προβλέπεται ότι για την εγγραφή μελών ΜΚΟ πρέπει «να μην έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα (εξαιρουμένων αυτών του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας)». Τούτο πέραν του ότι δεν συνάδει με τις απαραίτητες πολιτικές κοινωνικής ενσωμάτωσης των προσώπων που έχουν καταδικαστεί, εξαιρεί τα πρόσωπα που έχουν δικαστεί για εργασία στο σεξ.

β) Στο Άρθρο 12 : (Διαδικασία εγγραφής στο Μητρώο Μελών ΜΚΟ), παρ. 3, προβλέπεται ότι: «3. Πέραν και πλέον των ανωτέρω προϋποθέσεων και των προσκομιζόμενων απαιτούμενων δικαιολογητικών, ο Ειδικός Γραμματέας Συντονισμού Εμπλεκομένων Φορέων διατηρεί σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα επαλήθευσης των υποβληθέντων στοιχείων με όλες τις αρμόδιες κρατικές αρχές καθώς και το δικαίωμα, κατά τη συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω, σε συνδυασμό με στοιχεία που αφορούν στην προσωπικότητα και την μέχρι τότε δράση των αιτούμενων την εγγραφή φυσικών προσώπων και κατά την διακριτική του ευχέρεια , να απορρίψει την αίτηση εγγραφής του φυσικού προσώπου». Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή είναι μία απαράδεκτη ρύθμιση, καθώς τίθεται στη διακριτική ευχέρεια ενός προσώπου να αποφασίζει με αυθαίρετα κριτήρια που αφορούν μάλιστα την «προσωπικότητα» ενός προσώπου και δεν συνάδει με καμία έννοια κράτους δικαίου.

Το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών, καταθέτει τις παραπάνω προτάσεις, και καλεί το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, να αναθεωρήσει τις εντεινόμενες πολιτικές περιορισμού δικαιωμάτων των αιτούντων διεθνούς προστασίας που κάποιες εξ αυτών βρίσκονται στα όρια της συνταγματικότητας (αν δεν τα ξεπερνούν) καθώς επίσης είναι στα όρια των διεθνών προτύπων εγγύησης ασύλου, ενώ με τις παρούσες τροποποιήσεις ελαχιστοποιούνται περαιτέρω οι επαρκείς εγγυήσεις για τις διαδικασίες ασύλου, όπως επί παραδείγματι με την κατάργηση στην ουσία της παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής και με την κατάργηση των συνεντεύξεων σε περίπτωση που ο εξεταζόμενος δεν μιλά την επίσημη γλώσσα της χώρας προέλευσης, καθώς και την αναγωγή των περιοριστικών μέτρων ελευθερίας ή της κράτησης, από εξαίρεση (όπως επιτάσσει το διεθνές δίκαιο), σε κανόνα.

 

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΔΙΕΜΦΥΛΙΚΩΝ (Σ.Υ.Δ.)
Συγγρού 79, 3ος όροφος, Αθήνα, ΤΚ 11745
Τηλ. 210.9210697

Ώρες λειτουργίας γραφείου:
Δευτέρα –Παρασκευή 09.00-14.00 & 17.00-20.00.

http://tgender.gr http://www.transgender-association.gr/

contact@tgender.gr transgender.support.association@gmail.com

 

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ.

[1]http://www.opengov.gr/immigration/?p=1423 (Δείτε εδώ).

[2] Έκθεση του Ε.Κ. σχετικά με την κατάσταση των γυναικών προσφύγων και των αιτουσών άσυλο στην ΕΕ: (Δείτε εδώ).

[3]https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A32011L0095 (Δείτε εδώ).

[4]Εξαιρετικά σημαντική νομολογία: Μεταβολή καταχώρισης του φύλου σε τρανς πρόσφυγες: (Δείτε εδώ).

[5]Μεταβολή κυρίου ονόματος, καταχώρισης φύλου και διασταλτική ερμηνεία προσαρμογής επωνύμου τρανς πρόσφυγος: (Δείτε εδώ).

[6]Βλέπε σχετικό Δελτίο Τύπου ΣΥΔ: «Το ΣΥΔ εκφράζει τη βαθιά ανησυχία του σχετικά με την ΚΥΑ που καθορίζει με αυθαίρετο τρόπο ασφαλείς χώρες καταγωγής αιτούντων άσυλο», (Δείτε εδώ).

[7]Επί παραδείγματι: α) Άρθρο 82Α ΠΚ – έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά: (Δείτε εδώ). β) Ν. 4443/2016 – νομοθεσία για την ίση μεταχείριση: (Δείτε εδώ). γ) Ν. 927/1979, Άρθρο 1, παρ. 1, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 7, παρ. 2 του Ν. 4491/2017: (Δείτε εδώ).

[8]Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) 2ας Δεκεμβρίου 2014 (StaatssecretarisvanVeiligheidenJustitie – συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑148/13 έως C‑150/13): (Δείτε εδώ).

[9]Σύμφωνα με απόφαση του ΣτΕ: «δεν επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, ανεξαρτήτως του αν το όργανο αυτό έχει ή όχι χαρακτήρα πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Και τούτο διότι στην περίπτωση του μονομελούς οργάνου η ευθύνη προσωποποιείται σε μέγιστο βαθμό, με συνέπεια να υφίσταται κίνδυνος αμφισβητήσεως του κύρους του δικαστικού λειτουργού επί προσβολής ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεων του ως ασκούντος καθήκοντα μονομελούς διοικητικού οργάνου». (Δείτε εδώ).

[10]ΚΥΑ 3063/2020, (Δείτε εδώ).